αποσκλήρυνση

αποσκλήρυνση
η
το να κάνει κανείς (ή να γίνει μόνο του) κάτι πιο σκληρό· «αποσκλήρυνση του νερού», αφαίρεση από το νερό των αλάτων που το κάνουν σκληρό· οι ουσίες που συντελούν σ' αυτή την αποσκλήρυνση του νερού λέγονται αποσκληρυντικές. Επίθ. αποσκληρυντικός, -ή, -ό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποσκλήρυνση — η 1. το να γίνεται κάποιος ή κάτι πιο σκληρό απ ό,τι ήταν 2. η σκλήρυνση πετρωμάτων από θέρμανση ή από αφυδάτωση λόγω θέρμανσης 3. φρ. «αποσκλήρυνση ύδατος» η απομάκρυνση των αλάτων του ασβεστίου, του μαγνησίου και του σιδήρου από το σκληρό νερό …   Dictionary of Greek

  • περμουτίτης — Ονομάζεται έτσι κάθε αργιλοπυριτικό άλας, που μοιάζει με φυσικό ζεόλιθο, στη χημική σύνθεση και στις ιδιότητες. Οι π. έχουν το γενικό τύπο Να2Ο . Α12Ο3 nSiO2 . mH2O, όπου η ποικίλλει από 1 10 και από 1 2. Είναι ικανοί ν’ ανταλλάσσουν ιόντα και… …   Dictionary of Greek

  • αποστέωση — η 1. μεταβολή σε οστό, οστεοποίηση, αποσκλήρυνση 2. υπερβολικό αδυνάτισμα, αποσκελέτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστεούμαι. Η λ. μαρτυρείται στον Ι. Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

  • επιπώρωσις — ἐπιπώρωσις, ἡ (Α) [επιπωρούμαι] 1. σχηματισμός σκληρωμάτων, αποσκλήρυνση στην επιφάνεια 2. κάλος στο δέρμα 3. προεξοχή στις πέτρες τών νεφρών …   Dictionary of Greek

  • μαρμάρωμα — το [μαρμαρώνω] 1. επένδυση ή επίστρωση με μάρμαρο 2. μετατροπή σε μάρμαρο, απολίθωση 3. στερεοποίηση, αποσκλήρυνση, υπερβολική πήξη, κατά την οποία ένα αντικείμενο γίνεται σκληρό σαν μάρμαρο 4. μτφ. η κατάσταση τού ανθρώπου που από κατάπληξη… …   Dictionary of Greek

  • συγκόλληση — Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία.… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • ρητίνες — Οργανικές ουσίες, στερεές ή ημιστερεές, με διάφορη σύνθεση, οι οποίες χαρακτηρίζονται κυρίως από μια τυπική υαλώδη μορφή και συχνά είναι διαφανείς. Οι φυσικές ρ. προέρχονται από τον φυτικό κόσμο και εξάγονται από διάφορα δέντρα μαζί με τις… …   Dictionary of Greek

  • αποστέωση — η η αποσκλήρυνση, το να γίνει κανείς πετσί και κόκαλο: Ήταν τέτοια η αποστέωσή του, ώστε φοβήθηκα για την υγεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”